Το παιδί παρουσιάζεται ως συναισθηµατικά απρόβλεπτο και κυκλοθυµικό. Η συµπεριφορά του φέρεται να υποκινείται από τα φυσικά ένστικτα και όχι από τους κοινωνικούς κανόνες. Υπό αυτήν την έννοια, µοιάζει µε έναν απολίτιστο άνθρωπο, ο οποίος δεν µπορεί να ελέγξει τις φυσικές του παρορµήσεις και επιθυµίες, και, άρα, είναι επικίνδυνος όχι µόνο για τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και για την κοινωνία. Αυτή η υποτιθέµενα ανεξέλεγκτη και άγρια παιδική φύση τοποθετεί τα παιδιά εκτός του κοινωνικού και πολιτισµικού πλαισίου. Βασική προϋπόθεση για τη συµµετοχή του στο κοινωνικό και πολιτισµικό γίγνεσθαι είναι ο εκπολιτισµός ή εξανθρωπισµός του παιδιού, δηλαδή η ανάπτυξη ενός πνεύµατος πειθαρχίας µέσω της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας, που θα το βοηθήσει να κυριαρχήσει επί του εαυτού του και να αποκτήσει επίγνωση ότι η επιθυµία του έχει καθορισµένα κοινωνικά όρια (Durkheim, 1961).
Ο Durkheim (1961, σ. 40) έλεγε ότι ο άνθρωπος πάσχει από «τη νόσο των άπειρων προσδοκιών», µε άλλα λόγια οι ανθρώπινες επιθυµίες είναι ακόρεστες. Αυτό οδηγεί τους περισσότερους ανθρώπους στη δυστυχία και στην ανοµία, καθώς είναι αδύνατο να ικανοποιήσουν όλες τους τις επιθυµίες. Εποµένως, είναι απαραίτητη η παρέµβαση µιας εξωτερικής και ανεξάρτητης δύναµης, όπως είναι η κοινωνία, προκειµένου να περιορίσει τις ανάγκες των ανθρώπων στο επίπεδο του εφικτού και να αποκτήσουν έτσι οι άνθρωποι έναν σκοπό στη ζωή τους και, κατ’ επέκταση, µια ικανοποιητική ζωή. Η εκπαίδευση κατέχει κεντρικό ρόλο σ’ αυτήν τη διαδικασία κοινωνικοποίησης και πειθάρχησης του παιδιού. Συγκεκριµένα, του παρέχει αξίες, γνώσεις και κανόνες, δηλαδή ένα σταθερό πλαίσιο µέσω του οποίου θα µπορέσει να κατανοήσει τον κόσµο και να ζήσει µια ισορροπηµένη ζωή.
Το παιδί ορίζεται ως παθητικός αποδέκτης των µηνυµάτων των ενηλίκων και κάθε άρνηση αποδοχής εκ µέρους του εκλαµβάνεται ως παρέκκλιση. Tο παρόν του παιδιού υφίσταται και έχει νόηµα µόνο ως περίοδος προετοιµασίας και εξάσκησης– εκµάθησης για τον επερχόµενο ρόλο του ενηλίκου. Στο πλαίσιο αυτό δοµείται η ασύµµετρη σχέση εξουσίας ανάµεσα στο παιδί και τον ενήλικο, και ευρύτερα ζητήµατα εξουσίας που ανακύπτουν εκ των πραγµάτων επιλύονται σύµφωνα µ’ αυτήν την αρχή. Τα παιδιά εµφανίζονται εκτεθειµένα στους κινδύνους της ενήλικης κοινωνίας. H έννοια του κινδύνου είναι συχνά ασαφής και γενική, χωρίς να διαφοροποιείται πολιτισµικά και κοινωνικά. Τα παιδιά εµφανίζονται ιδιαίτερα ευάλωτα στην πειθώ και, ως εκ τούτου, ανυπεράσπιστα στα οικονοµικά συµφέροντα και στους νόµους της αγοράς, αλλά και σε µηνύµατα και παροτρύνσεις ακατάλληλες γι’ αυτά.
Oι επιλογές των παιδιών πραγµατοποιούνται µε βάση την αρχή των «φυσικών προτιµήσεων». H προστασία και ο έλεγχος αναδεικνύονται στις ενδεδειγµένες πρακτικές, ικανές να υπερασπιστούν την παιδική ηλικία και τα διαχωριστικά όρια µεταξύ παιδιών και ενηλίκων. Όταν τα διαχωριστικά όρια καταλύονται, τότε ολόκληρη η ηθική και κοινωνική τάξη απειλείται, έτσι ώστε συχνά οι απαντήσεις που υιοθετούνται σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο είτε να παίρνουν τη µορφή ηθικού πανικού είτε να πυροδοτούν ακόµη πιο έντονες κατασταλτικές πρακτικές.
Από µια κοινωνιολογική οπτική, τα βιολογικά δεδοµένα δεν αποτελούν τους καθοριστικούς παράγοντες που ρυθµίζουν τις πράξεις των παιδιών, αλλά συγκροτούν ένα πλαίσιο µέσα στο οποίο τα παιδιά µαθαίνουν να δρουν. H παιδική ηλικία τοποθετείται στην κοινωνική δοµή, γίνεται κατανοητή σε συνάρτηση µε τη δράση ενός φάσµατος κοινωνικών, οικονοµικών και πολιτισµικών παραγόντων, και συνιστά µια ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία, η οποία µεταβάλλεται στον χώρο και στον χρόνο. O ορισµός της παιδικής ηλικίας, καθώς και η κοινωνική εµπειρία του να είναι κανείς παιδί, διατρέχεται και επηρεάζεται από κοινωνικές µεταβλητές, και τα παιδιά αναβαθµίζονται πλέον σε δρώντα υποκείµενα. Σε αλληλεπίδραση µε τους συνοµηλίκους τους αλλά και τους ενηλίκους οικειοποιούνται πληροφορίες και γνώσεις για τον κόσµο, τις αναπαράγουν, τις διευρύνουν και σταδιακά παράγουν τη δική τους κουλτούρα.