Ως κατ’οίκον θεραπευτικά προγράμματα (home-based programs) χαρακτηρίζονται τα θεραπευτικά προγράμματα, τα οποία προβλέπουν ότι η παρέμβαση, στο αρχικό, μεγαλύτερο και βασικότερο μέρος της εκπαίδευσης, γίνεται στο σπίτι του παιδιού και διεξάγεται συνήθως από μια ομάδα θεραπευτών, οι οποίοι προσλαμβάνονται και εποπτεύονται από τους γονείς, ή από εξειδικευμένους επαγγελματίες.

Το Πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης είναι το πιο γνωστό κατ’οίκον θεραπευτικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα αυτό διευθύνεται από εξειδικευμένους επαγγελματίες στην ανάλυση της συμπεριφοράς, οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι για την παροχή εποπτείας στους θεραπευτές που προσλαμβάνουν οι γονείς για κατ’οίκον θεραπεία. Η παρέμβαση, σε αρχικό επίπεδο, περιλαμβάνει εξατομικευμένο και ατομικό πρόγραμμα θεραπείας, εβδομαδιαίως. Στη συνέχεια, ανάλογα με την πρόοδο και τις ανάγκες του κάθε παιδιού, προγραμματίζεται η μετάβασή του σε σχολικό πλαίσιο, είτε ειδικό είτε κανονικό, με απώτερο πάντοτε στόχο την ένταξή του στο γενικό σχολείο, εφόσον αυτό συνάδει με τις δυνατότητες του παιδιού (Lovaas, 2003). Τα προγράμματα που διεξάγονται κατ’οίκον έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα, εφόσον το παιδί κερδίζει πολύτιμο διδακτικό χρόνο αποφεύγοντας τις μετακινήσεις, ενώ οι γονείς αποκτούν χρήσιμες θεραπευτικές δεξιότητες και είναι σε θέση, ανά πάσα στιγμή, να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα του παιδιού τους.

Θα πρέπει, επιπλέον, να τονιστεί ότι οι γονείς λειτουργούν και ως συνθεραπευτές, αναλαμβάνοντας, υπό την καθοδήγηση και εποπτεία έμπειρων επαγγελματιών, εκπαιδευτικές αρμοδιότητες. Παρότι συνήθως οι γονείς προσλαμβάνουν θεραπευτές για το παιδί τους, η συμβολή των ειδικών δεν επαρκεί πλήρως. Η συμβολή των γονέων θεωρείται, ούτως ή άλλως, απαραίτητη για την επίτευξη της γενίκευσης και της διατήρησης σε βάθος χρόνου των θεραπευτικών αποτελεσμάτων. Η εκπαίδευση των γονέων παρέχει σημαντικά οφέλη, τόσο για το παιδί, όσο και για τους ίδιους. Οι γονείς ενδυναμώνονται στο γονεϊκό τους ρόλο και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση με το παιδί τους. Επιπλέον, μαθαίνουν χρήσιμες τεχνικές, τόσο για διδασκαλία, όσο και για διαχείριση των προβλημάτων συμπεριφοράς. Επιπλέον, μειώνεται το κόστος της παρέμβασης, όταν και οι γονείς αναλαμβάνουν θεραπευτικό ρόλο, αλλά παρέχονται ταυτόχρονα και μεγαλύτερες δυνατότητες γενίκευσης και διατήρησης των δεξιοτήτων που κατακτά το παιδί. Ωστόσο, όταν οι γονείς αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την εκπαίδευση και θεραπεία του παιδιού τους, τα θεραπευτικά οφέλη μετριάζονται σε σχέση με προγράμματα, στα οποία μετέχουν και έμπειροι ειδικοί ή διεξάγονται σε οργανωμένα κέντρα πρώιμης παρέμβασης.

Τα αυξημένα αιτήματα των γονέων για την αξιοποίηση της συμπεριφοριοαναλυτικής παρέμβασης στο θεραπευτικό πρόγραμμα του παιδιού τους με αυτισμό, σε συνδυασμό με την έλλειψη ικανού αριθμού έμπειρων θεραπευτών, καθιστούν, σε πλήθος περιπτώσεων, ανέφικτη την αξιοποίηση αυτής της παρέμβασης. Επιπλέον, τα πολύωρα και εντατικά προγράμματα της εφαρμοσμένης ανάλυσης της συμπεριφοράς υπαγορεύουν ένα υψηλό οικονομικό κόστος, το οποίο μπορεί επίσης να λειτουργεί αποτρεπτικά για κάποιες οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Λόγω των δύο αυτών συνθηκών, υπάρχει μεγάλος αριθμός γονέων, οι οποίοι επιλέγουν να οργανώσουν και να διαχειριστούν το θεραπευτικό πρόγραμμα του παιδιού τους οι ίδιοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί οι ίδιοι οι γονείς να προσλάβουν, να εκπαιδεύσουν και να εποπτεύσουν θεραπευτές (επαγγελματίες ή εθελοντές), αφού αυτοί οι ίδιοι πρώτα εκπαιδευτούν από έμπειρους επαγγελματίες. Εναλλακτικά, μπορεί την εποπτεία ενός κατ’οίκον προγράμματος να την αναλάβουν από κοινού οι γονείς και κάποιος έμπειρος επαγγελματίας.

Από την ανασκόπηση των σχετικών ερευνών, προκύπτει ότι η συμπεριφοριοαναλυτική παρέμβαση μπορεί να οργανωθεί με σημαντική επιτυχία, όχι μόνο από ειδικούς, αλλά και από τους ίδιους τους γονείς του παιδιού με αυτισμό .
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συμπεριφοριοαναλυτικές παρεμβάσεις έχουν πολύ δομημένα και αναλυτικά πρωτόκολλα με δραστηριότητες, τα οποία περιλαμβάνουν ακριβείς και λεπτομερείς οδηγίες και ακολουθούν μια αναπτυξιακή ιεράρχηση στη στοχοθέτησή τους. Επιπλέον δε, οι παιδαγωγικοί και θεραπευτικοί στόχοι μπορεί εύκολα να παρακολουθούνται και να αξιολογούνται συστηματικά.